- χοινικομέτρης
- ὁ, Αδούλος που μετρούσε το καθημερινό σιτηρέσιο τών άλλων δούλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖνιξ, χοίνικος + -μέτρης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοινικομέτρας — χοινικομέτρᾱς , χοινικομέτρης one who measures with a masc acc pl χοινικομέτρᾱς , χοινικομέτρης one who measures with a masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek